- κρηπίς,-ῖδος
- ἡ N 3 0-3-1-0-2=6 Jos 3,15; 4,18; 1 Chr 12,16; Jl2,17; 1 Mc 9,43foundation, base, foot (of an altar) Jl 2,17; (river) bank Jos 3,15 Cf. HARL 1999 31.64; HAUSPIE 2002, forth-coming; →LSJ Suppl
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κρηπίς — (I) κρηπίς, ῑδος, ἡ (AM) βλ. κρηπίδα. (II) η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crepis < λατ. crepis < κρηπίς] … Dictionary of Greek
τανυκρήπις — ιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει ψηλή βάση, ψηλό υπόβαθρο μσν. αυτός που φορεί μεγάλα ή ψηλά υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κρηπίς, ῖδος «υπόβαθρο»] … Dictionary of Greek
μονοκρήπις — μονοκρήπις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρηπίς, ίδος «είδος υποδήματος» (πρβλ. θεο κρήπις)] … Dictionary of Greek
κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της … Dictionary of Greek
корпать — чинить одежду, латать, ковыряться , корпеть, укр. корпати рыться, ковыряться , цслав. кръпа ὕφασμα, искръпити, кръпати починить, залатать , болг. кърпа тряпка, заплата , сербохорв. кр̏па, кр̏пити латать , словен. krpa заплата , krpati латать ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κρηπιδαίον — κρηπιδαῑον και επιγρ. κρηπίδειον, τὸ (Α) η κρηπίδα, τα θεμέλια σπιτιού («τοῡ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῡ κρηπιδαίου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + κατάλ. αῖον (πρβλ. καλαμ αίον, λιμν αίον)] … Dictionary of Greek
κρηπιδιαίος — κρηπιδιαῑος, αία, ον (Α) επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρηπίδα, σε θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νωτ ιαίος, ραχ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κρηπιδοποιός — κρηπιδοποιός, ὁ (Α) υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. γελωτο ποιός, οψο ποιός] … Dictionary of Greek
κρηπιδοπώλης — κρηπιδοπώλης, ὁ (AM) αυτός που πωλούσε κρηπίδες, δηλ. υποδήματα («ἥκειν τις Ἀθήνηθεν λέγεται κρηπιδοπώλης», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
κρηπιδουργός — κρηπιδουργός, ὁ (Α) υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχαν ουργός, σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
οπισθοκρηπίδες — ὀπισθοκρηπῑδες, αἱ (Α) είδος γυναικείων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + κρηπίς, ίδος «είδος υποδήματος»] … Dictionary of Greek